Σύντομο Ιστορικό
Η έννοια της πολυετούς δημοσιονομικής προοπτικής αναπτύχθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1980 προκύπτοντας ως ανάγκη μείωσης των εντάσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που προκαλούνταν από την έντονη αναντιστοιχία μεταξύ πόρων (εσόδων) και απαιτήσεων (εξόδων). Η πρώτη σχετική διαθεσμική Συμφωνία συνάφθηκε το 1988, με 4ετή διάρκεια (Πακέτο Ντελόρ Ι, 1988-1992) έχοντας ως στόχο την ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και τη βελτίωση της εφαρμογής της μέσω καλύτερου προγραμματισμού. Έκτοτε, το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο θεσπίζεται για μια περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών, και οφείλει να διασφαλίζει ότι οι δαπάνες της Ένωσης αναπτύσσονται με ομαλό τρόπο, εντός των ορίων των ιδίων πόρων της και να καθορίζει τις διατάξεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται ο ετήσιος προϋπολογισμός της Ένωσης, αποτελώντας έτσι τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Από το 1988 μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει πέντε Πολυετή Δημοσιονομικά Πλαίσια (MFF).
Η Συνθήκη της Λισσαβώνας (13 Δεκεμβρίου 2007) μεταμόρφωσε το MFF από μια διαθεσμική συμφωνία σε μια νομικά δεσμευτική πράξη. Το Συμβούλιο, ενεργώντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, πρέπει να εγκρίνει ομόφωνα τον Κανονισμό για το MFF, αφού λάβει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου.
Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2014 – 2020
Το πέμπτο και το τρέχον MFF, που καλύπτει την περίοδο 2014-2020 έχει ως νομική βάση το Άρθρο 312 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Κανονισμό του Συμβουλίου αριθ. 1311/2013 (2 Δεκεμβρίου 2013) και τη διαθεσμική Συμφωνία της 2 Δεκεμβρίου 2013 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία σχετικά με τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.
Στην τροποποιημένη πρόταση της 6ης Ιουλίου 2012, η Επιτροπή πρότεινε, για την περίοδο 2014-2020, να αυξηθεί το ανώτατο όριο των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων σε 1.033 δισ. ευρώ [1,08% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) της ΕΕ για την 6ετία] και των πιστώσεων πληρωμών σε 988 δισ. ευρώ (1,03% του ΑΕΕ της ΕΕ). Οι Πρόεδροι της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία στις 27 Ιουνίου 2013 σχετικά με μια δέσμη μέτρων για το MFF που μειώνει το συνολικό ανώτατο όριο των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων σε 960 δις. ευρώ (1,00% του ΑΕΕ της ΕΕ) και των πιστώσεων πληρωμών σε 908 δισ. ευρώ (0,95% του ΑΕΕ της ΕΕ). Στις 30 Ιουνίου 2016, η Επιτροπή ενέκρινε την τεχνική προσαρμογή του MFF για το 2017 σύμφωνα με τις μεταβολές του ΑΕΕ της ΕΕ και την προσαρμογή των κονδυλίων της πολιτικής για τη συνοχή. Το αποτέλεσμα αυτής της τεχνικής προσαρμογής είναι ότι το σύνολο των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων ορίζεται στο ποσό των 155.631 εκ. ευρώ (1,04% του ΑΕΕ της ΕΕ) και οι συνολικές πιστώσεις πληρωμών στο ποσό των 142.906 εκ. ευρώ (0,95% του ΑΕΕ της ΕΕ). Το ΑΕΕ για το 2017 καθορίζεται σε 14.989.356 εκ. ευρώ, σε τρέχουσες τιμές, για την ΕΕ των 28 κρατών μελών.
Το MFF καλύπτει το σύνολο της εξωτερικής δράσης της ΕΕ και αποτελείται κυρίως από τα Χρηματοδοτικά Μέσα Εξωτερικής Δράσης (External Financing Instruments – EFI) που παρέχουν υποστήριξη σε τρίτες χώρες και άτομα στο εξωτερικό. Τα EFI είναι τα εξής:
– Χρηματοδοτικό Μέσο Αναπτυξιακής Συνεργασίας (Development Cooperation Instrument – DCI)
– Ευρωπαϊκό Μέσο για τη Δημοκρατία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (European Instrument for Democracy and Human Rights)
– Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Γειτονίας (European Neighbourhood Instrument)
– Απόφαση για τη Γροιλανδία (Greenland Decision)
– Χρηματοδοτικό Μέσο συνεισφοράς σε Σταθερότητα και Ειρήνη (Instrument contributing to Stability and Peace)
– Χρηματοδοτικό Μέσο για τη Συνεργασία στον τομέα της Πυρηνικής Ασφάλειας (Instrument for Nuclear Safety Co-operation)
– Μέσο Προενταξιακής Βοήθειας (Instrument for Pre-accession Assistance)
– Απόφαση για τις Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη (Overseas Countries and Territories Decision)
– Χρηματοδοτικό Μέσο Εταιρικότητας για συνεργασία με Τρίτες Χώρες (Partnership Instrument for Cooperation with Third Countries).
– Κοινός Εκτελεστικός Κανονισμός για καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων στα περισσότερα Χρηματοδοτικά Μέσα Εξωτερικής Δράσης (Common Implementing Regulation which lays down the rules applied to most of the EFIs).
Το 11ο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης/ΕΤΑ (European Development Fund/EDF) αποτελεί επίσης ένα Χρηματοδοτικό Μέσο Εξωτερικής Δράσης, αν και δεν χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί μέρος του MFF αλλά δημιουργήθηκε μέσω μιας διακυβερνητικής συμφωνίας («Εσωτερική Συμφωνία»/Internal Agreement), η οποία υπεγράφη τον Ιούνιο του 2013 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2015, σε συνέχεια της επικύρωσής της από το σύνολο των κράτη μέλη της ΕΕ.
Μεμονωμένες Αξιολογήσεις για DCI και EΤΑ
Για να οριστικοποιηθεί το περιεχόμενο των χωριστών για κάθε χρηματοδοτικό μέσο εκθέσεων αξιολόγησης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποίησε δημόσια διαβούλευση (7 Φεβρουαρίου-3 Μαρτίου 2017). Τα κυριότερα συμπεράσματα, καθώς και οι συστάσεις των μεμονωμένων αξιολογήσεων για το DCI και το EDF συμφώνως και με τις παρουσιάσεις εισηγητών στο σχετικό Τεχνικό Εργαστήριο (Βρυξέλλες, 27-28 Μαρτίου 2017), συνοψίζονται ως ακολούθως:
Α) Χρηματοδοτικό Μέσο Αναπτυξιακής Συνεργασίας (Development Cooperation Instrument – DCI)
Το Χρηματοδοτικό Μέσο Αναπτυξιακής Συνεργασίας (Development Cooperation Instrument/DCI) διαθέτει προϋπολογισμό ύψους 19,662 δισ. ευρώ (για την περίοδο 2014-2020) και καλύπτει τόσο γεωγραφικά προγράμματα συνεργασίας με 47 αναπτυσσόμενες χώρες σε Λατινική Αμερική, Ασία και Κεντρική Ασία, Περσικό κόλπο και Νότια Αφρική, όσο και τομεακά προγράμματα, μεταξύ άλλων για την ενίσχυση του αναπτυξιακού ρόλου μη κρατικών φορέων και τοπικών αρχών, την επισιτιστική ασφάλεια και τη διαχείριση της μετανάστευσης.
Η αξιολόγηση του Χρηματοδοτικού Μέσου Αναπτυξιακής Συνεργασίας (DCI) για την περίοδο 2014-2020 πραγματοποιήθηκε παράλληλα με τις αξιολογήσεις άλλων Χρηματοδοτικών Μέσων Εξωτερικής Δράσης (ΕFI) στο πλαίσιο του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (MFF) 2014-2020. Όλες αυτές οι αξιολογήσεις, θα συμπεριληφθούν στην έκθεση της Ενδιάμεσης Επιθεώρησης (MTR). Η αξιολόγηση επικεντρώνεται στην καταλληλότητα του DCI για την παροχή πόρων, προκειμένου να εφαρμόσει την αναπτυξιακή της πολιτική καθώς και την πολιτική εξωτερικής δράσης, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του DCI, τη συμπληρωματικότητά και τις συνέργειές του εντός του ευρύτερου πλαισίου των Χρηματοδοτικών Μέσων Εξωτερικής Δράσης EFI. Τα συμπεράσματα συνοψίζονται ως ακολούθως:
– Ως προς τον σχεδιασμό του, το Μέσο ανταποκρίνεται στους σκοπούς που καλείται να επιτελέσει και η εφαρμογή του απέφερε εν γένει ικανοποιητικά αποτελέσματα για την αναπτυξιακή συνεργασία της ΕΕ. Σημειώθηκε πρόοδος στους τομείς της κλιματικής αλλαγής και του περιβάλλοντος αλλά απαιτείται να γίνουν ακόμη πολλά για τη συστηματική και αποτελεσματική ενσωμάτωση των θεματικών αυτών σε όλους τους τομείς της συνεργασίας της ΕΕ. Δεν σημειώθηκε επαρκής πρόοδος στην προαγωγή της δημοκρατίας και στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της ισότητας των φύλων.
– Η εσωτερική αρχιτεκτονική του DCI παραμένει πολύπλοκη. Έχει όμως επιτευχθεί πρόοδος στον κοινό προγραμματισμό (joint programming) των κρατών μελών.
– Η σταθερή δέσμευση της ΕΕ στο πλαίσιο του DCI είχε ως αποτέλεσμα τη μόχλευση (leverage) σε επίπεδο τομεακής πολιτικής. Ωστόσο, η μόχλευση που βασίζεται στο DCI σε πολιτικό επίπεδο αποδυναμώνεται. Η αποδέσμευση του DCI από διμερή εθνικά συμφέροντα, αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα με προστιθέμενη αξία. Επιπλέον έχει επιτευχθεί σημαντική χρηματοοικονομική μόχλευση από τους πόρους του DCI μέσω της σύμμειξης πόρων, ενώ αντίθετα ελάχιστη πρόοδος έχει σημειωθεί ως προς τη δημιουργία αποτελεσματικών εταιρικών συνεργασιών με τον ιδιωτικό τομέα.
– Το DCI αποτελεί ένα σύνθετο και διοικητικά πολύπλοκο μέσο με περιορισμένη ευελιξία προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Ένας σημαντικός παράγοντας που παρεμποδίζει την αποτελεσματικότητα του DCI είναι η περιορισμένη στελέχωση των αντιπροσωπειών της ΕΕ.
– Το πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί το DCI έχει αλλάξει λόγω: μείωσης του αριθμού των αποδεκτριών χωρών Επίσημης Αναπτυξιακής Βοήθειας (ODA), μειούμενης συμμετοχής της ODA στις συνολικές ροές πόρων και παροχής αναπτυξιακής βοήθειας από άλλους νέους δωρητές (μη μέλη ΟΟΣΑ). Επιπλέον, ενώ οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) απαιτούν συνεργασίες μεταξύ φορέων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, το DCI παρέμεινε ουσιαστικά ένα μέσο που αντικατοπτρίζει τη σχέση δωρητών-αποδεκτριών χωρών.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
– Προώθηση των εταιρικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για την επίτευξη των ΣΒΑ. Απαιτείται μεγαλύτερη έμφαση σε μακροπρόθεσμες, πολυμερείς συνεργασίες σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, χρησιμοποιώντας τόσο μη αναπτυξιακές πολιτικές όσο και την Επίσημη Αναπτυξιακή Βοήθεια για την προώθηση δράσεων προς επίτευξη των ΣΒΑ.
– Ολιστική προσέγγιση μεταξύ των διαφόρων παραμέτρων του DCI, προκειμένου να ενισχυθούν οι συνέργειες. Αυτό προυποθέτει τη βελτίωση των ροών πληροφόρησης και τη χρήση εργαλείων και διαδικασιών για την ενίσχυση των συνεργασιών που διατρέχουν το σύνολο του DCI.
– Δημιουργία πλατφόρμας συνεργασίας με χώρες Μεσαίου Εισοδήματος (Μiddle Income Countries) και με χώρες Υψηλότερου Μεσαίου Εισοδήματος. Αυτό απαιτεί προσαρμογή του πλαισίου συνεργασίας με τις ενδιαφερόμενες χώρες.
Β) Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης/ΕΤΑ (European Development Fund/EDF)
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης/ETA (European Development Fund/EDF) αποτελεί το κύριο χρηματοδοτικό μέσο για παροχή αναπτυξιακής βοήθειας για τις χώρες Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού/ΑΚΕ, καθώς και για τις Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη/ΥΧΕ (Overseas Countries and Territories/OCTs). Το 11ο ΕΤΑ διαθέτει προϋπολογισμό ύψους 30,5 δισ. ευρώ (2014-2020).
Τα συμπεράσματα της αξιολόγησης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης (ΕΤΑ), συνοψίζονται ως ακολούθως:
– Το ΕΤΑ εξυπηρετεί τους στόχους δημιουργίας του αποτελώντας μέσο προώθησης των αξιών της ΕΕ. Θεωρείται ως «άγκυρα» σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο επιτρέποντας χρηματοδοτήσεις δράσεων πέραν αυτών που επιτρέπονται από την ΕΕ (δεδομένου ότι δεν χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ), κυρίως μέσω του αποθεματικού του. Ωστόσο, παραμένει δύσκαμπτο χρηματοδοτικό μέσο, εφαρμόζει ενιαία προσέγγιση και δεν μπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και ανάγκες όπως για παράδειγμα στην προσφυγική κρίση. Το ΕΤΑ αντιμετωπίζει έντονες απαιτήσεις λόγω των αυξημένων προτεραιοτήτων.
– Το 11ο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην συμπληρωματικότητα (complementarity) με την καθιέρωση συνεργειών (synergies) που διατρέχουν όλη την εθνική, περιφερειακή και εντός ΑΚΕ (χώρες Αφρικής-Καραϊβικής και Ειρηνικού) συνεργασία. Οι προκλήσεις παραμένουν όσον αφορά στις κεντρικά διαχειριζόμενες κατευθυντήριες γραμμές του προϋπολογισμού.
– Όσον αφορά στην υποβολή εκθέσεων, τη λογοδοσία (accountability) και τη βιωσιμότητα παρατηρείται: περιορισμένος προσανατολισμός ως προς τα αποτελέσματα, έλλειψη μετρήσιμων δεικτών και ανεπαρκής παρακολούθηση.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
– Επαναφορά της αρχής του πνεύματος της εταιρικής σχέσης Κοτονού.
– Επικέντρωση των προσπαθειών στην ενίσχυση της λογοδοσίας ως προς τα αποτελέσματα.
– Εισαγωγή μεγαλύτερης ευελιξίας στην προσαρμογή του ΕΤΑ ως προς τις ανάγκες.
– Διασφάλιση της συνοχής των εργαλείων ΕΤΑ και της εφαρμογής του με βάση τις αξίες και αρχές του.
– Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των περιφερειακών και ενδο-ΑΚΕ συνεργασιών.
– Διενέργεια δομημένης επιθεώρησης για την επίδραση των διαφόρων αλλαγών υπό το 11ο ΕΤΑ και ανάληψη διορθωτικών ενεργειών όπου απαιτείται.
– Αύξηση της διαφάνειας και της ρόλων των εμπλεκομένων στον προγραμματισμό του ΕΤΑ.
– Ενίσχυση της διοικητικής και χρηματοοικονομικής απλοποίησης.
Ενδιάμεση Επιθεώρηση (Mid-Term Review/MTR) των Χρηματοδοτικών Μέσων Εξωτερικής Δράσης (EFI)- Έκθεση Συνοχής (Coherence Report)
Μέχρι το τέλος του 2017, θα πρέπει να υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μια Ενδιάμεση Επιθεώρηση (Mid-Term Review/MTR) των Χρηματοδοτικών Μέσων Εξωτερικής Δράσης (EFI). Εξωτερικοί αξιολογητές εκπόνησαν μελέτες για κάθε μέσο καθώς και για τον Κοινό Εκτελεστικό Κανονισμό (Common Implementation Regulation/CIR). Ενόψει της ολοκλήρωσης της Ενδιάμεσης Επιθεώρησης, η Επιτροπή δημοσίευσε μία Έκθεση Συνοχής (Coherence Report), η οποία αποτελεί στρατηγική σύνθεση των αξιολογήσεων αυτών, με σκοπό τη διερεύνηση του κατά πόσον τα υπάρχοντα χρηματοδοτικά μέσα είναι κατάλληλα για την επίτευξη του αρχικού σκοπού ( έτους 2014) και εάν εξακολουθούν να ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα ( εντός της περιόδου 2014-2020), αλλά και μετά το 2020. Η επικέντρωση αφορά τέσσερις πτυχές: (i) συνάφεια (relevance) και αποτελεσματικότητα, (ii) ανταπόκριση στις ανάγκες, (iii) συνοχή και (iv) την προστιθέμενη αξία. Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μέσων, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι σημαντικές αλλαγές που επήλθαν από το 2014 και εντεύθεν, όπως οι παγκόσμιες προκλήσεις (μετανάστευση, προσφυγικό), η υιοθέτηση της. Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, και άλλων διεθνών Συμφωνιών (π.χ. Συμφωνία Παρισίων για το Κλίμα) καθώς και οι νέες πολιτικές της ΕΕ σε αυτές τις προκλήσεις (Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας (Global Strategy for the EU’s Foreign and Security Policy), Νέα Ευρωπαϊκή Κοινή Αντίληψη για την Ανάπτυξη (New Εuropean Consensus for Development). Βάσει αποτελεσμάτων, προκύπτουν τα ακόλουθα:
• Η αρχιτεκτονική και η γεωγραφική/τομεακή κάλυψη ήταν στο σύνολό σχετικές με τους στόχους πολιτικής της ΕΕ του 2014 και σε μεγάλο βαθμό ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες των εταίρων. Η αποτελεσματικότητα ενισχύεται από παράγοντες όπως διαφοροποίηση και επικέντρωση αλλά περιορίζεται από παράγοντες όπως περιορισμένη πολιτική καθοδήγηση, διαφωνίες με τις χώρες εταίρους και έλλειψη ευελιξίας. Ορισμένα μέσα λειτούργησαν ως «φυτώρια» για νέες μορφές διεθνούς συνεργασίας. Ωστόσο, η απουσία συστηματικής παρακολούθησης και αξιολόγησης δυσχεραίνει την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των μέσων αυτών.
• Η ανταπόκριση (responsiveness) αποτελεί μεγάλη πρόκληση καθώς τα περισσότερα μέσα έπρεπε να ενσωματώσουν μη προβλεπόμενες ανάγκες και πιεστικές εσωτερικές πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ. Η «ευελιξία» οδήγησε στη δημιουργία νέων χρηματοδοτικών μέσων υλοποίησης (π.χ. καταπιστευματικά ταμεία), προκαλώντας ωστόσο σημαντικούς συμβιβασμούς που σχετίζονται με: (i) τη δομή των μέσων που στοχεύουν στην ανάπτυξη, (ii) τις αντιθέσεις μεταξύ μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων αναγκών και (iii) το ενδεχόμενο να τεθούν σε κίνδυνο οι αξίες της ΕΕ, καθώς ο τομέας της ασφάλειας καθίσταται πολύ σημαντικός.
• Οι βέλτιστες πρακτικές στον στρατηγικό συνδυασμό των μέσων συνυπάρχουν με τις προσεγγίσεις που βασίζονται σε τεχνητούς διαχωρισμούς αρμοδιοτήτων (“silo” approaches). Οι κοινές δράσεις κρατών μελών επιβεβαιώνουν πρόοδο, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται περιορισμοί.
• Συνολικά, οι ενέργειες της ΕΕ προσέφεραν προστιθέμενη αξία, αλλά ενδεχομένως θα απαιτηθεί περαιτέρω οριοθέτηση των βασικών κατευθυντήριων γραμμών και των τομέων παρέμβασης.
• Λόγω των διεθνών εξελίξεων (π.χ. Ατζέντα 2030) προέκυψαν διάφορα προβλήματα. Πρώτον, η ικανότητα της ΕΕ να προωθήσει και να ενσωματώσει τις αξίες της (ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, κράτος δικαίου) ενδεχομένως φθίνει. Δεύτερον, απαιτούνται συνεργασίες και με χώρες Μεσαίου Εισοδήματος. Τρίτον, καθίσταται αναγκαίος ο περιορισμός του κατακερματισμού των χρηματοδοτικών μέσων και η υιοθέτηση περισσότερο ολιστικών προσεγγίσεων, καθώς η σημασία της σταθερότητας, της ασφάλειας και της ανθεκτικότητας συνεχώς αυξάνεται. Τέταρτον, οι εσωτερικές πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ δεν θα πρέπει να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τις παρεμβάσεις χρηματοδοτικών μέσων που έχουν σχεδιαστεί για διαφορετικούς σκοπούς.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
– Ως αποτέλεσμα της Ατζέντας 2030, των παγκόσμιων κρίσεων και των ζητημάτων ασφάλειας, απαιτείται ριζική επανεξέταση της συνολικής δέσμης των μέσων στο νέο διεθνές σύστημα συνεργασίας.
– Απαιτούνται σαφείς και συνεκτικές επιλογές όσον αφορά στην ευελιξία υφιστάμενων και μελλοντικών χρηματοδοτικών μέσων.
– Η απλούστευση του συνόλου των μέσων μπορεί να είναι πολιτικά ελκυστική, αλλά ενέχει κινδύνους.
– Προκειμένου να διασφαλιστεί η καταλληλότητα της εξωτερικής δράσης και μετά το 2020 (σε σχέση με τους αρχικούς στόχους), θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής: η διαφοροποίηση (diversification) των πόρων (πέραν της αναπτυξιακής βοήθειας), η δημιουργία πολύ-εταιρικών συνεργασιών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, καθώς και οι απαιτούμενες οργανωτικές/θεσμικές αλλαγές σε επίπεδο ΕΕ.