Η Παγκόσμια Έκθεση για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη εκπονήθηκε σε συνέχεια απόφασης των κρατών μελών των Ηνωμένων Εθνών στο πολιτικό φόρουμ υψηλού επιπέδου (HLPF) για τη βιώσιμη ανάπτυξη του 2016. Η Έκθεση αντικατοπτρίζει την οικουμενική, ενιαία και αδιαίρετη φύση της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και επιδιώκει την ενίσχυση της διασύνδεσης επιστήμης-πολιτικής, ως εργαλείο στήριξης των φορέων χάραξης πολιτικής και άλλων εταίρων με στόχο την υλοποίηση της Ατζέντας 2030 με τις τρείς διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης: κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική.
Η Έκθεση εκπονήθηκε από ανεξάρτητη ομάδα επιστημόνων, η οποία ορίστηκε από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, αποτελούμενη από 15 εμπειρογνώμονες προερχόμενους από διαφορετικές περιοχές και διάφορους επιστημονικούς κλάδους και ιδρύματα. Η Έκθεση χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές αξιολογήσεις, τις βάσεις δεδομένων με καλές πρακτικές, καθώς και σενάρια που διασύνδεουν τις μελλοντικές με τις τρέχουσες δράσεις για προσδιορισμό τομέων δράσης από τους εταίρους που μπορούν να συμβάλουν στην επιτάχυνση της υλοποίησης των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Η Έκθεση, η εκπόνηση της οποίας αποτέλεσε αίτημα όλων των χωρών ώστε να αξιολογηθεί η πρόοδος της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, είναι η πρώτη του είδους της, μετά την υιοθέτηση της Ατζέντας 2030, πριν από τέσσερα έτη. Στην Έκθεση διαπιστώνεται ότι το σημερινό αναπτυξιακό μοντέλο δεν είναι βιώσιμο και ότι η πρόοδος που σημειώθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες κινδυνεύει να αντιστραφεί λόγω επιδείνωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και μη αναστρέψιμων επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον. Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ένα πιο αισιόδοξο μέλλον είναι ακόμα εφικτό, αλλά μόνο μέσω μιας δραστικής αλλαγής των αναπτυξιακών πολιτικών, κινήτρων και δράσεων.
Η «Έκκληση για Δράση» της Έκθεσης προσδιορίζει 20 σημεία παρέμβασης, ώστε να δημιουργηθεί μια μετασχηματιστική και επιταχυνόμενη πρόοδος προς την κατεύθυνση των πολλαπλών Στόχων και υποστόχων κατά την προσεχή δεκαετία. Αυτές οι δράσεις βασίζονται στην πρόσφατη επιστημονική βιβλιογραφία, στην οποία αναλύονται οι βαθύτερες διασυνδέσεις και συνέργειες μεταξύ των επιμέρους Στόχων και υποστόχων.
Η Έκθεση: (α) συνηγορεί υπέρ της καθολικής πρόσβασης σε ποιοτικές βασικές υπηρεσίες (υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης, στέγαση και κοινωνική προστασία) ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εξάλειψη της φτώχειας και την ευημερία, με ιδιαίτερη προσοχή στα άτομα με αναπηρίες και άλλες ευπαθείς ομάδες και (β) ζητά να δοθεί, εκ νέου, προσοχή στον τερματισμό των νομικών και κοινωνικών διακρίσεων, καθώς και στην ενίσχυση σωματείων, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ομάδων γυναικών και άλλων οργανώσεων, με στόχο την υλοποίηση της Ατζέντας 2030.
Η επιστήμη πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Τα πανεπιστήμια, οι φορείς χάραξης πολιτικής και οι χρηματοδότες της έρευνας πρέπει να ενισχύσουν έρευνες που σχετίζονται με την Ατζέντα 2030. Ταυτόχρονα, οι ερευνητές που ασχολούνται με θέματα βιωσιμότητας πρέπει να συνεργαστούν με επιστήμονες άλλων κλάδων για την επίλυση αναπτυξιακών προβλημάτων και την ενίσχυση της διασύνδεσης μεταξύ επιστήμης, πολιτικής και κοινωνίας, παρέχοντας στους φορείς χάραξης πολιτικής πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση αναπτυξιακών προβλημάτων.
Υποστηρίζεται, επίσης, η μετατόπιση των σημερινών ερευνητικών προτεραιοτήτων προς πιο καινοτόμες προσεγγίσεις στις επιστήμες της βιωσιμότητας, με έμφαση σε διεπιστημονικές συνεργασίες και διάθεση πόρων σε επιστημονικά ιδρύματα, ιδιαίτερα σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Οι προϋπολογισμοί αναπτυξιακής βοήθειας θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην ενίσχυση της επιστημονικής ικανότητας και της πρόσβασης στις χώρες αυτές. Τέλος, τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών, οι κοινοπραξίες για έρευνα και οι βιβλιοθήκες θα πρέπει να συνεργαστούν για τη βελτίωση των διασυνοριακών και διεπιστημονικών συνεργασιών στους τομείς των επιστημών για τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Πληροφορίες: https://sustainabledevelopment.un.org/content/documents/24797GSDR_report_2019.pdf